-
1 δυσμαθης
21) с трудом постигаемый, неудобопонятный(τὰ πυθόκραντα Aesch.)
δ. ἰδεῖν Eur. — неузнаваемый2) с трудом познающий, плохо понимающий Plat. -
2 πυθοκραντος
2возвещенный Аполлоном Пифийским
См. также в других словарях:
Πυθόκραντα — Πῡθόκραντα , Πυθόκραντος confirmed by the Pythian god neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυθόκραντα — πῡθόκραντα , Πυθόκραντος confirmed by the Pythian god neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυθόκραντος — ον, Α 1. αυτός που τελέστηκε ή βεβαιώθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυθόκραντα οι πυθικοί χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + κραντος (< κραίνω «εκτελώ, πραγματοποιώ»), πρβλ. μοιρό κραντος] … Dictionary of Greek